Translate

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Κοκκιδίωση

Ένα καταπληκτικό άρθρο του Ιταλού γιατρου Gino Conzo. To άρθρο το έχει μεταφράσει για τους Έλληνες εκτροφείς ο πρώτος Έλληνας OMJ κριτής καναρινιών χρώματος κύριος Σπύρος Καλαμάρας

Πηγή: http://spirosnet.wordpress.com/%CE%B1%CF%83%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%B5%CF%82-2/%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%B4%CE%AF%CF%89%CF%83%CE%B7/

Γενικά
Η κοκκιδίωση είναι πασίγνωστη από καιρό, στην εκτροφή των κοτόπουλων και των άλλων ομοειδών πτηνών της διατροφικής αλυσίδας με σκοπό το κέρδος. Είναι όμως και μια αρρώστια που συναντάται επίσης και στους εκτροφείς διακοσμητικών πτηνών, καθώς μπορεί να «χτυπήσει» αναρίθμητα είδη.  Αποτελεί δε συχνά γι αυτούς μία μεγαλύτερη πρόκληση η διάγνωση της ασθένειας παρά η θεραπεία της.
Όπως συμβαίνει και με άλλες ασθένειες των πτηνών, οι δυσκολίες που μπορούν να προκύψουν είναι πολλές, εάν κανείς προσπαθήσει να θέσει την κοκκιδίωση των πτηνών συντροφιάς  σε ίδια αναλογία  με αυτήν των οικόσιτων πουλερικών, χωρίς να λάβει υπόψη τις πολλές και μεγάλες  διαφορές που υπάρχουν στα είδη των κοκκιδίων  μεταξύ των διαφορετικών ειδών των πτηνών.
Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, θα εξετάσουμε λεπτομερώς την συγκεκριμένη κοκκιδίωση που είναι  κοινή  στους  χομπίστες  εκτροφείς  και  αφορά την τάξη των Passeriformes,  και συγκεκριμένα, τα καναρίνια τα οποία και ανήκουν σε αυτήν την τάξη.
Τα κοκκίδια: Τι είναι και ποιά είδη προσβάλουν.
Με τον γενικό όρο «κοκκίδια» εννοούμε τα μονοκύτταρα παράσιτα που ανήκουν  στην ομάδα των Πρωτόζωων. Είναι πολύ  πιθανή η εμφάνιση των κοκκιδίων σε βλαστοκυτταρική μορφή,  ευρισκόμενη στο  εσωτερικό των κυττάρων του οργανισμού του πτηνού  που παρασιτεί και σε μια μορφή  ανθεκτικής κύστης  καλούμενη Ωοκύστη που αναγεννιέται στο εξωτερικό περιβάλλον, όταν έχει αποβληθεί από τα κόπρανα του φτερωτού οικοδεσπότη. Στο εσωτερικό των ωοκυστών, οι οποίες είναι ελαχίστων διαστάσεων (20-25 micron) και ορατές αποκλειστικά με το μικροσκόπιο, υφίστανται άλλες δομές, οι λεγόμενες Σποροκύστες, οι οποίες περιέχουν και τα μολυσματικά  στοιχεία που ονομάζονται Σποροζωίδια.
Τα πουλιά προσβάλλονται με την κατάποση των  ωοκυστών των κοκκιδίων που έχουν αποβληθεί, όπως προείπαμε, από τα κόπρανα των άλλων μολυσμένων πτηνών  και μολύνουν την τροφή και το πόσιμο νερό. Οι ωοκύστες είναι απαραίτητο να παραμείνουν σε εξωτερικό περιβάλλον για ικανό χρονικό διάστημα  ούτως ώστε να γίνει η «σπορογέννεση», η ωρίμανση δηλαδή  των ωοκυστών μέσω της δημιουργίας των σποροκυστών  (και των σχετικών  σποροζωϊτών που εμπεριέχονται σε αυτές). Συνεπώς, οι ωοκύστες δεν είναι μολυσμένες μόλις αποβάλλονται μαζί με τα κόπρανα, αλλά μολύνονται σε ένα χρονικό διάστημα που ποικίλει από 48 έως 72 ώρες.Η σπορογέννεση ευνοείται από το ζεστό-υγρό κλίμα, το οποίο μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία της μόλυνσης σε 24 ώρες, ενώ αντιθέτως η περίοδος αυτή επιμηκύνεται  σε ένα μη ευνοϊκό περιβάλλον (ψυχρό κλίμα).
Όταν οι σποροζωϊτες βρίσκονται στο εσωτερικό του εντέρου των πτηνών, έχοντας απελευθερωθεί από το κυστικό τους περίβλημα, εισχωρούν στα εντερικά κύτταρα (επιθήλιο) και  μέσω διαφόρων κύκλων αναπαραγωγής, δημιουργούν μια  αποικία η οποία θα μολύνει περαιτέρω και άλλα εντερικά κύτταρα. Στο τέλος αυτών των κύκλων αναπαραγωγής, σχηματίζονται  κάποια ιδιαίτερα στοιχεία, οι λεγόμενοι γαμετοκύτες, από την ένωση των οποίων θα προκύψουν οι ωοκύστες που αργότερα θα αποβληθούν στο εξωτερικό περιβάλλον από τα κόπρανα. Από τα είδη που ενδιαφέρουν τους εκτροφείς, τα  κοκκίδια προσβάλλουν πολύ συχνά τα είδη Fringillidae, Estrildidae και Tucans, ενώ λιγότερο συχνά προσβάλλονται τα παπαγαλοειδή (συγκεκριμένα οι Lori, Lorichetti, Loricoli και το παπαγαλάκι melopsittacus  ondulatus).
Είναι σημαντικό να ληφθεί γενικώς υπόψη, ότι τα πουλιά που ανήκουν στα Passeriforms   συνήθως προσβάλλονται από κοκκίδια  της οικογένειας Isospora spp. ενώ τα κοτόπουλα , και τα άλλα πτηνά που είναι ομοειδή του κοτόπουλου καθώς και τα ομοειδή των περιστεριών προσβάλλονται από κοκκίδια της οικογένειας Eimeria spp. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά  είδη κοκκιδίων είναι καθαρά ορατή στο οπτικό μικροσκόπιο παρατηρώντας τις ωοκύστες:
Αυτές του τύπου Eimeria spp.  εμπεριέχουν 4 σποροκύστες, καθεμία εκ των οποίων φιλοξενεί 2 σποροζωήτες αντίθετα, στα  κοκκίδια της οικογένειας Isospora spp. υπάρχουν 2 μόνο σποροκύστες (αλλά εμπεριέχονται 4 σποροζωήτες στην καθεμιά).
Ένα χαρακτηριστικό των  κοκκιδίων είναι ότι προσβάλλει ιδιαίτερα συγκεκριμένα είδη, αυτό σημαίνει ότι από τα Isospora spp. που  προσβάλουν τα καναρίνια, για παράδειγμα, δεν νοσούν οι καρδερίνες και το αντίστροφο. Μια τέτοια κατάσταση διαπιστώνεται και για άλλα είδη πτηνών, έτσι δεν  θα ήταν παράξενο να παρατηρηθεί σε εκτροφείο που φιλοξενεί διαφορετικά είδη Fringillidae ή Estrildidae, να προσβάλλονται από κοκκιδίωση μόνο μερικά είδη, ενώ άλλα να μην αρρωσταίνουν. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να έχουμε σταυρωτή μόλυνση σε είδη που είναι παρόμοια μεταξύ τους, αλλά γενικώς τέτοιου είδους μόλυνση εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα,  επομένως δεν προκαλεί αρρώστια, και ολοκληρώνεται από μόνη της φυσικά δίχως να είναι απαραίτητη κάποια θεραπεία.
Τα συμπτώματα της κοκκιδίωσης
Στις κλασσικές μορφές της κοκκιδίωσης, έχουμε απαραίτητα και εντερικές βλάβες, κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει και στα κοτόπουλα, εξ αιτίας της εγκατάστασης παρασίτων στην περιοχή του εντέρου. Συνεπώς, το πουλί που νοσεί  παρουσιάζει οίδημα στην κοιλιά , που μπορεί να φαίνεται και ερεθισμένη κυρίως στον εντερικό δακτύλιο.
Τα κόπρανα πιθανά να είναι ογκώδη, μαλακά ή να υπάρχει κανονική διάρροια με παρουσία βλέννας ή ακόμα και αίματος. Τα μολυσμένα πουλιά φαίνονται σε γενικές γραμμές μάλλον αδηφάγα, ψάχνοντας για σπόρους ή τροφές πιο λιπαρές και με  περισσότερη ενέργεια. Παρόλα αυτά, το  πουλί  που νοσεί θα αδυνατίζει προοδευτικά  (με κυριώτερο αποτέλεσμα την γνωστή καρίνα) καθώς  οι εντερικές βλάβες που έχουν προκληθεί από τα κοκκίδια δεν επιτρέπουν στο έντερο την απορρόφηση/αφομοίωση  των θρεπτικών ουσιών.Επιπρόσθετα, υπάρχουν μερικά είδη κοκκιδίων που τα χαρακτηρίζει διαφορετικός βιολογικός κύκλος, στην περίπτωση αυτή παρατηρείται εγκατάσταση των παρασίτων σε διαφορετικές περιοχές από αυτή του εντέρου. Τα  κοκκίδια αυτά συγκαταλέγονται στο είδος Ατοξόπλασμα, ενώ η νόσος ονομάζεται Ατοξοπλάσμωση (παλαιότερα ονομαζότανε Λανγκεστερέλλα). Τα πρωτόζωα αυτά δεν διαφέρουν μορφολογικά από τα Ισόσπορα, μετά όμως από την αρχική εγκατάσταση τους στο έντερο, τείνουν να προσεγγίζουν, μέσω της κυκλοφορίας του αίματος και  του εσωτερικού των λεμφοκυττάρων και άλλα όργανα όπως το συκώτι, την σπλήνα, τους μυς και τον εγκέφαλο. Από τη στιγμή που μολύνονται περισσότερα όργανα, η εξέλιξη της νόσου είναι πιο σοβαρή με αυξημένη θνησιμότητα και πιο έντονα συμπτώματα. Πράγματι, στις εντερικές βλάβες έρχονται να προστεθούν και οι βλάβες των άλλων οργάνων, στα οποία (πέραν του οιδήματος και του ερεθισμού της κοιλιακής χώρας), είναι εύκολο να παρατηρηθεί , στο σημείο της κοιλιακής χώρας, μια ευρεία σκούρα κηλίδα που αντιστοιχεί στο περίβλημα  του συκωτιού που έχει  οίδημα.
Το πουλί που νοσεί παρουσιάζει οκνηρία και ανακατεμένο φτέρωμα συχνά δε, συνυπάρχουν συμπτώματα νευρολογικά όπως η αστάθεια στο βάδισμα, η αστάθεια στο κράτημα του κεφαλιού και η δυσκολία-αστάθεια να κουρνιάσει. Όταν η αρρώστια προσβάλλει τα θηλυκά σε περίοδο εγκυμοσύνης, μπορεί να γίνει κατακράτηση των αυγών με συχνό θάνατο των θηλυκών στη φωλιά.
Τα νεαρά πουλιά από τη στιγμή του απογαλακτισμού και μέχρι το τέλος της πρώτης πτερόρροιας, είναι πιο ευπαθή καθόσον το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένο και το στρες που δημιουργεί το κοπάδι χαμηλώνει τις μελλοντικές άμυνες του ανοσοποιητικού συστήματος. Επιπρόσθετα, κάθε αγχωτικό γεγονός (στρεσσογόνος παράγοντας) μπορεί να προκαλέσει κοκκιδιακή μόλυνση με υποκλινικά συμπτώματα (μη εμφανή) και κατόπιν να τη μετατρέψει σε κανονική μόλυνση με εμφανή κλινικά συμπτώματα.Η μεγαλύτερη μολυσματικότητα που έχουν τα  κοκκίδια της οικογενείας του Ατοξοπλάσματος διευρύνει την ευπάθεια  και έτσι δεν είναι ασυνήθιστο να μολύνονται και επιρρεπή ενήλικα πουλιά, που ήδη υπόκεινται σε « φυσιολογικό στρες» κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου.Η Ατοξοπλάσμωση είναι ιδιαιτέρως συχνή στην Καρδερίνα (Carduelis-carduelis) και σε άλλα ομοειδή της Ευρώπης  και της Νοτίου Αμερικής (Lucherino testa nera=μαυροκέφαλος σπίνος, Negrito della Bolivia, κ.λ.π).
Η διάγνωση της κοκκιδίωσης.
Τα κλινικά συμπτώματα μπορούν να αποτελέσουν μια σαφή ένδειξη, αλλά από μόνα τους, όπως και τα νεκροσκοπικά ευρήματα, δεν αρκούν για μια σίγουρη διάγνωση. Μια απλή παρασιτολογική εξέταση των κοπράνων, καλύτερα μετά από εμπλουτισμό, επιτρέπει την διαπίστωση , σε μικροσκοπική παρατήρηση ( 100 μεγεθύνσεις είναι αρκετές), της ύπαρξης των ωοκυστών των κοκκιδίων, και ότι , το πουλί είναι μολυσμένο. Απαραίτητη είναι η λήψη κοπράνων που έχουν αποβληθεί καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αφού σε πολλά είδη η αποβολή των ωοκυστών με τα κόπρανα δεν είναι διαρκής, αλλά συντελείται σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας, γενικά προς το μεσημέρι ή αργά το απόγευμα.¨ Η ύπαρξη των ωοκυστών μπορεί να δηλώνει ότι το πτηνό είναι « μολυσμένο», αλλά δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι «άρρωστο», καθώς συχνά συναντούμε πουλιά που είναι φορείς κοκκιδίων αλλά υγιή. Αυτά  όμως, διασκορπίζουν τα κοκκίδια στο περιβάλλον και μπορούν να μολύνουν άλλα πουλιά, πιο ευπαθή (με χαμηλό ανοσοποιητικό σύστημα), του ιδίου είδους. Στις περιπτώσεις των Ατοξοπλασμώσεων παρατηρούνται τυπικές βλάβες στο συκώτι και τη σπλήνα και μια δειγματοληψία μια σειράς τέτοιων οργάνων επιτρέπει (στην εξέταση με μικροσκόπιο αφού έχει προηγηθεί ο κατάλληλος χρωματισμός) την διαπίστωση των παρασιτικών προσαρτήσεων στο κυτόπλασμα των λεμφοκυττάρων και των μακροφάγων.
Η θεραπεία  της κοκκιδίωσης
Τα φάρμακα που ανταποκρίνονται καλύτερα στη θεραπεία κατά της κοκκιδίωσης είναι προς το παρόν το Toltrazuril (Baycox) και η Sulfaclorpiridazine. Είναι προτιμότερο να χορηγούνται τέτοια φάρμακα (σε αναλογία 250-300mg/lt πόσιμου νερού) σε δύο δόσεις 5 ημερών στις οποίες θα μεσολαβούν 2 μέρες παύσης. Στην περίπτωση των Ατοξοπλασμώσεων είναι δυνατή η χορήγηση των ίδιων φαρμάκων, λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι η μόλυνση αυτή είναι πιο επίμονη/ανθεκτική σε τέτοιες θεραπείες και μπορεί να κριθούν αναγκαίοι περισσότεροι από δύο κύκλοι θεραπείας. Κατά την αντι-κοκκιδιακή θεραπεία, συνιστάται η πρόβλεψη για καθημερινή καθαριότητα του πατώματος του εκτροφείου και της σχετικής σχάρας, ούτως ώστε να αποφευχθούν εκ νέου μολύνσεις από τη σπορογέννεση δια των αποβλημένων κοπράνων.

Τα φάρμακα, με βάση τα φουράνια και τις τετρακυκλίνες, τα οποία χρησιμοποιούνται συχνά για τα  κοκκίδια του κοτόπουλου, χρησιμοποιούνται πολλές φορές και από τους εκτροφείς καλωπιστικών πτηνών λόγω της εύκολης  πρόσβασης των στα εκτροφεία. Αυτά μπορούν να έχουν διάφορες χρήσεις στον μετριασμό των συμπτωμάτων των κοκκιδίων στο έντερο του καναρινιού.Δεν συνιστώνται όμως στα άλλα είδη των Fringillidae  δεδομένου ότι καταλήγουν να είναι σχεδόν πάντα κοκκιδιοστατικά διακόπτοντας τον πολλαπλασιασμό των κοκκιδίων μόνο προσωρινά δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι η θεραπεία πάει καλά. Σε αυτό, το κριτήριο της θεραπείας των κοκκιδίων στα Passeriformes διαφέρει αισθητά σε σύγκριση με αυτό της θεραπείας του κοτόπουλου. Πράγματι, στο τελευταίο προτιμάται η χρήση των κοκκιδιοστατικών φαρμάκων με σκοπό τη διατήρηση των κοκκιδίων σε χαμηλό επίπεδο μέσα στο έντερο και την πρόκληση μιας κάποιας ανοσίας του οργανισμού σε αυτά.
Αυτό συμβαίνει διότι το κοτόπουλο έχει πολύ σύντομη ζωή (συχνά όχι πάνω από 50 ημέρες διότι σφάζονται) και ο σκοπός της εκτροφής αυτών των πτηνών εμποδίζει τις διαρκείς θεραπείες με πιο δυνατά φάρμακα.
Στην εκτροφή όμως των Fringillidae  ή άλλων πτηνών συντροφιάς, εάν ο στόχος ήταν η διατήρηση ενός συγκεκριμένου (χαμηλού) αριθμού κοκκιδίων στο έντερο, τότε τα πουλιά αυτά θα εκτίθεντο στον κίνδυνο της ανάπτυξης της αρρώστιας σε περίπτωση που το ανοσοποιητικό σύστημα  θα αδυνατούσε σε κάποιο ενδεχόμενο αγχωτικό συμβάν (στρες). Ακόμη και αν μερικοί οίκοι παραγωγής φαρμάκων ορνιθολογικής χρήσης, προτρέπουν στη χρήση αντικοκκιδιακών  προϊόντων με σκοπό την πρόληψη, μια τέτοια πρακτική δε συνιστάται, καθόσον οι αντικοκκιδιακές θεραπείες πρέπει να εκτελούνταν μόνο σε περίπτωση πραγματικής ανάγκης σε μια εκτροφή (σε περίπτωση δηλαδή βέβαιης διάγνωσης της ασθένειας) όπου δεν θα υπάρχει και ο κίνδυνος να δηλητηριαστούν οι απόγονοί του (τα πουλιά τους) με φάρμακα που, όπως και να έχει, παρουσιάζουν κάποιο βαθμό τοξικότητας.
Ενώ για τα κοτόπουλα έχουν παρασκευαστεί εμβόλια για την πρόληψη του κοκκιδίων, κάτι τέτοιο είναι δύσκολα εφικτό  (προπαντός για οικονομικούς λόγους) για τα πτηνά συντροφιάς σε εκτροφείο. Πράγματι, θα χρειάζονταν  να παρασκευαστούν διαφορετικά  εμβόλια για κάθε ένα είδος από τη στιγμή που όσα είναι τα πτηνά τέτοιων εκτροφείων τόσες είναι και οι κατηγορίες κοκκιδίων που τα προσβάλλουν.
Η πρόληψη της κοκκιδίωσης

Τα  κοκκίδια μπορούν εύκολα να προληφθού, θέτοντας σε καραντίνα τα ύποπτα πουλιά και ακλουθώντας κατάλληλη αγωγή σε περίπτωση που είναι θετικά σε παρασιτολογική εξέταση των κοπράνων. Καλό θα ήταν η εξέταση αυτή να γίνει στην αρχή της καραντίνας παρά στο τέλος της, καθόσον μια τέτοια εξέταση θα είχε πανεύκολα αρνητικό αποτέλεσμα εφόσον θα είχε χορηγηθεί προηγουμένως στα πουλιά θεραπεία με σουλφοναμίδες την περίοδο ακριβώς πριν από την διεξαγωγή της εξέτασης. Προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενες μολύνσεις στα νεαρά πουλιά, καλό θα ήταν να γίνει παρασιτολογικός έλεγχος των γεννητόρων τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την αναπαραγωγή. Από τη στιγμή δε που θα υπάρχουν σε κοπάδι τα νεαρά, μια σχάρα/πλέγμα στο πάτωμα του εκτροφείου το οποίο θα εμποδίζει την επαφή των πτηνών με τα κόπρανά τους, περιορίζει τις πιθανότητες μολύνσεως σε περίπτωση που τα κοκκίδια υπάρχουν σε κάποια από αυτά.
Μερικά προβλήματα παραπάνω παρουσιάζουν τα καναρίνια που εκτρέφονται ελεύθερα μαζί με τα άγρια (καρδερίνες, φλώρια κ.λ.π) αφού έτσι έρχονται σε επαφή με αυτά τα ομοειδή τους, τα οποία σταθερά και πάγια φιλοξενούν κοκκίδια στο έντερό τους.

Διαφορές μεταξύ της κοκκιδίασης και της ατοξοπλάσμωσης.


ΚΟΚΚΙΔΙΩΣΗ ΑΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗ
Αιτιολογία Isospora spp. Atoxoplasma spp.
Επώαση 5-7     ημέρες 9-10 ημέρες
Τοποθεσία των παράσιτων Μέσα στο έντερο Μέσα και έξω από το έντερο
Ευαισθησία των ενηλίκων Μικρή Υψηλή
Κύρια συμπτώματα
Διάρροια, αδυνάτισμα-εξασθένηση Νευρικότητα, διάρροια, αδυνάτισμα – εξασθένηση,  κατάπτωση, νευρικά συμπτώματα
Διάρκεια της μόλυνσης Μερικές εβδομάδες Μερικούς μήνες
Θνησιμότητα Χαμηλή (10-20%) Υψηλή (80%)
Πιο κοινά ορατά  συμπτώματα Καταρροϊκή ή αιμορραγική εντερίτιδα Καταρροϊκή ή αιμορραγική εντερίτιδα, ηπατίτιδα με νεκρωτικές εστίες, περικαρδίτιδα, διόγκωση της σπλήνας
Θεραπεία Γενικά εφικτή Συχνά πολύ δύσκολη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου